- γαλιουρίζω
- см. γκαλειουριζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυαλουρίζω — και γαλιουρίζω 1. γυαλίζω 2. γουρλώνω τα μάτια για να προκαλέσω τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γυαλίζω] … Dictionary of Greek